- Κρόταλ'
- Κρόταλε , Κρόταλοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρόταλ' — κρόταλα , κρόταλον clapper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικροταλίζω — ἐπικροταλίζω (Α) χτυπώ με κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κροτ αλ ίζω (< κρόταλ ον (πρβλ. έτ αλ ον) < κροτ έω)] … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek
σκυταλίας — ὁ, Α αυτός που έχει το σχήμα σκυτάλης, σχήμα ροπάλου («σκυταλίας σίκυος» μακρύ αγγούρι, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα ίας (πρβλ. κροταλ ίας)] … Dictionary of Greek